- ληνών
- ληνῶν, -ῶνος, ὁ (Α) [ληνός]ληνεών*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ληνῶν — Λῆναι fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνῶν — λη̱νῶν , λῆνος wool neut gen pl (attic epic doric) ληνός anything shaped like a tub masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Псалтирь — Разворот Хлудовской псалтыри (9 век) с изображением сочинителя царя Давида, играющего на арфе (псалтерии) и побеждающего диких животных и врагов Псалтирь, Псалтырь (от … Википедия
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
σιληνῶν — σῑληνῶν , σῑληνός a figure of Silenus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)